Τα κριτήρια ενός ιδιοκτήτη ο οποίος επιθυμεί να κάνει χρήση υπηρεσιών μόνωσης θα μπορούσαν αν αναλυθούν σε δύο βασικές κατηγορίες:
Σε εκείνα που έχει ένας ιδιοκτήτης που κατασκευάζει μια νεόδμητη κατοικία ή κτήριο και σε εκείνα που ο ιδιοκτήτης επιθυμεί να επιλύσει προβλήματα μόνωσης που παρουσιάστηκαν μετά την έναρξη χρήσης του κτηρίου.
Και στις δύο περιπτώσεις τα κριτήρια είναι κυρίως (όχι όμως πάντα) μια εφαρμογή όσο γίνεται πιο φθηνή αλλά στη δεύτερη περίπτωση κατανοεί καλύτερα ότι αν δεν το κάνει σωστά θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια νέα αποκατάσταση πολύ σύντομα.
Παρά το ό,τι η δεύτερη κατηγορία όμως έχει ήδη μια εμπειρία η οποία θα έπρεπε να τον οδηγήσει στην απόφαση να μην επιλέξει με βάση το κόστος αλλά την ποιότητα και τη μακροβιότητα του επιδιορθωτικού έργου, αυτό δε συμβαίνει πάντα. Μάλιστα θα έλεγα ότι συμβαίνει σε μικρό ποσοστό.
Το δυσάρεστο στην υπόθεση είναι ότι ο ιδιοκτήτης δε γνωρίζει που να απευθυνθεί.
Οι περισσότερες εταιρείες που ασχολούνται με το αντικείμενο της μόνωσης δεν γνωρίζουν τις προδιαγραφές εφαρμογής (από την άλλη τέτοιες προδιαγραφές δεν υπάρχουν) αλλά και δεν είναι στελεχωμένες με εξειδικευμένους μηχανικούς και τεχνίτες που θα μπορούσαν να «εγγυηθούν» σε μεγάλο βαθμό μια άρτια εφαρμογή. Κατά συνέπεια αισθάνεται ότι αναθέτει ένα έργο ρισκάροντας χρήματα. Και όταν κάποιος «ρισκάρει» συνήθως ρισκάρει μικρά ποσά καθώς δεν γνωρίζει το τελικό αποτέλεσμα πιο θα είναι.
Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι πολλά αίτια που το συνθέτουν και δεν είναι του παρόντος. Θα αναφερθώ απλώς ενδεικτικά στο μικρό μέγεθος της αγοράς, στην έλλειψη προδιαγραφών και στον αθέμιτο ανταγωνισμό που αυτή η έλλειψη προκαλεί, στην απουσία εξειδίκευσης στη μόνωση και στεγανοποίηση ιδιαίτερα στα πολυτεχνεία, σε πιστοποιήσεις συνεργείων που δεν ελέγχονται ως προς την πιστή εφαρμογή των τεχνικών πάνω στις οποίες πιστοποιήθηκαν, στην έλλειψη κοινωνικής εμπιστοσύνης κλπ.
Συνήθως οι περισσότεροι ιδιοκτήτες απέχουν από το έργο. Αρκετοί όμως προσπαθούν να το επιβλέψουν, ρωτούν ή κάνουν παρατηρήσεις. Ενεργούν με εντυπώσεις που έχουν αποκτήσει από την έρευνα αγοράς αλλά και από ανάγνωση άρθρων στο διαδίκτυο αλλά αρκετές φορές αυτές είναι εσφαλμένες ή τουλάχιστον δεν εμπεριέχουν την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου έργου. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει και με αρκετούς μηχανικούς μη εξειδικευμένους με το αντικείμενο.
Το κακό είναι όταν αρχίζουν να πιέζουν τους εργαζόμενους τεχνίτες να κάνουν κάτι που δεν είναι σωστό και να επιμένουν σε αυτό ή να τους πιέζουν να κάνουν και κάτι που δεν αναφέρεται στην αρχική συμφωνία που έχουν συνάψει.
Εν κατακλείδι θα πω ότι το βασικό κριτήριο είναι βέβαια το οικονομικό αλλά και το να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Εδώ παρεμβαίνουν όλα τα αίτια που προκαλούν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ανωριμότητα της συγκεκριμένης αγοράς. Πρέπει να γίνει κατανοητό με κάθε τρόπο ότι άλλο είναι το «οικονομικό» και άλλο το «φθηνό». Άλλο το «βέλτιστο» και άλλο το «καλό».
Το βέλτιστο εκφράζεται ως το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα που μπορεί να επιτύχει κάποιος και εξαρτάται από τα κριτήρια που θα θέσει ο ιδιοκτήτης είτε αυτά είναι τα οικονομικά που διαθέτει, είτε ο προσδόκιμος χρόνος ζωής της εφαρμογής, είτε η βατότητα σε ένα δώμα, είτε οι ιδιαιτερότητες του έργου (πχ μορφολογία της επιφάνειας που θα μονωθεί, κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, δυσκολίες εφαρμογής και πολλές άλλες).
Αυτά είναι κριτήρια που δεν μπορεί να αναγνωρίσει ο ιδιοκτήτης αλλά η εταιρεία που θα κληθεί να δώσει προσφορά για το έργο. Είναι αντικείμενο μελέτης και πρέπει να ανακοινωθούν στον ιδιοκτήτη ή σε αυτόν που θα πάρει την απόφαση, ώστε να αποσαφηνίσει περισσότερο στην αντίληψή του με ποια κριτήρια τελικά πρέπει να επιλέξει μία από τις προσφερόμενες τεχνικές εφαρμογές – λύσεις.
Γιώργος Μαυρουλέας
Πρόεδρος της Ecobuilders AE – MONOSCIENCE
(Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων ή τμήματος αυτών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα)