ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΙΑΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ Ή ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Ένα πολύ συχνό φαινόμενο τόσο στη μελέτη όσο και στην εφαρμογή είναι η αδυναμία πρόβλεψης προβλημάτων και ευπαθών σημείων ή η αδυναμία πρόβλεψης μελλοντικών προβλημάτων ή αστοχίας που θα προκύψουν από τη χρήση μιας κατασκευής ή επισκευής.
Αυτό συμβαίνει επειδή τις περισσότερες φορές δεν έχει υπάρξει συστημική μεθοδολογική προσέγγιση. Δηλαδή το κάθε συνεργείο ή η κάθε εργασία αντιμετωπίζεται χωριστά ως αυτόνομη και όχι στο πλαίσιο του συστήματος μέσα στο οποίο θα ενταχθεί, επηρεαζόμενη και επηρεάζοντας το σύνολο ή το επιμέρους σύστημα.
Τι σημαίνει συστημική προσέγγιση:
Η συστημική προσέγγιση, αντιθέτως, αποτελεί μια πιο ορθή μεθοδολογία, καθώς δεν αντιλαμβάνεται ως χωριστό το κάθε αντικείμενο (είτε εργασία είναι αυτό, είτε πρόβλημα, είτε σχεδιαστικό κλπ). Το «απλώνει» σε χώρο και χρόνο και το συνδέει με άλλα αντικείμενα τα οποία λειτουργούν ως ένα σύνολο ή σύστημα ή θα επηρεάζουν τη μελλοντική του χρήση.
Αυτή η μέθοδος αναγκαστικά είναι πιο απαιτητική και κουραστική αλλά επιτυγχάνει σημαντικά καλύτερα αποτελέσματα από την συμβατική μέθοδο του ξεκάθαρου διαχωρισμού διαφορετικών μεταξύ τους εργασιών.
Θα φέρω μερικά συγκεκριμένα, απλοϊκά πολλές φορές, παραδείγματα, τα οποία μπορούν να μας κάνουν πιο κατανοητό το ζήτημα.
1ο Παράδειγμα: Πάνω σε ένα δώμα θέλουμε να τοποθετήσουμε έναν ηλιακό θερμοσίφωνα. Ως τελική επιφάνεια είναι στρωμένο με τσιμεντόπλακες. Ο τεχνικός που θα τοποθετήσει τον ηλιακό θερμοσίφωνα, τοποθετεί τη βάση, ανοίγει τρύπες ώστε να τη στερεώσει, τοποθετεί τα ούπα και τους κοχλίες στερέωσης και κατόπιν σφραγίζει από πάνω με κάποια σιλικόνη συνήθως, προκειμένου να μην περάσει νερό από την οπή μέσα στην μόνωση και πλημμυρίσει.
Εδώ ο τεχνικός δε σκέφτηκε συστημικά.
Πρώτον δεν αντιλήφθηκε ότι το νερό δεν κινείται μόνο επιφανειακά πάνω στις τσιμεντόπλακες (αυτονόητο θα πει κάποιος αλλιώς κανένα δώμα δε θα χρειαζόταν επισκευή της υγρομόνωσής του αν ήταν στρωμένο με τέτοιες πλάκες) αλλά και κάτω από αυτές.
Δεύτερον κάτω από τις πλάκες (συνήθως στα τέσσερα περίπου εκατοστά) υπάρχει υγρομονωτική στρώση, η οποία τρυπήθηκε από την οπή που έκανε για τη στερέωση του ηλιακού θερμοσίφωνα. Άρα το νερό που δεν μπορεί να εισχωρήσει από τη σφραγισμένη στο πάνω τμήμα της οπή από τη σιλικόνη, μπορεί εύκολα να εισχωρήσει κάτω από τις ταρατσόπλακες, μέσα από τους μεταξύ τους αρμούς. Να βρει δηλαδή τον αρμό της οπής και να εισχωρήσει από την ασυνέχεια της υγρομονωτικής στρώσης που προκλήθηκε στο σημείο αυτό από το τρυπάνι.
Και επειδή η μόνωση του δώματος είναι ένα σύστημα το οποίο εκτός από την υγρομονωτική αποτελείται και από το υλικό των κλίσεων και τη θερμομονωτική στρώση, το νερό θα παρακάμψει εντέλει και τα δύο αυτά στρώματα, και θα καταλήξει στην πλάκα οροφής. Από εκεί και πέρα θα αρχίσει να προκαλεί προβλήματα υγρασίας και διάβρωσης.
2ο παράδειγμα: Θέλουμε να τοποθετήσουμε πλακίδια σε ένα δώμα ή έναν αύλειο χώρο. Μετά την τοποθέτηση των πλακιδίων τοποθετούμε είτε σοβατεπί είτε τσιμεντοκονία –περιθώριο- στην περίμετρο, γνωστή και ως «λούκι». Το σοβατεπί όπως και τους υπόλοιπους αρμούς μεταξύ των πλακιδίων τους στοκάρουμε με ειδικό αρμοτσιμεντοκονίαμα. Το «λούκι» το κατασκευάζουμε με σκληρό τσιμέντο και άμμο που τα εμπλουτίζουμε με πρόσμικτη βελτιωτική ρητίνη κονιαμάτων για να ενισχύσουμε την πρόσφυσή τους στο υπόστρωμα και εντέλει τη συγκόλλησή τους με το στηθαίο ή τον τοίχο.
Αρμοί διαστολής τοποθετήθηκαν σε σχήμα σταυρού στα πλακάκια ανά 25 τετρ. μέτρα.
Επειδή όμως το δάπεδο μαζί με το στηθαίο και τους τοίχους αποτελούν ένα σύστημα και επειδή δεν αντιμετωπίστηκαν ως τέτοιο, προέκυψαν τα εξής τεχνικά σφάλματα:
1) το σοβατεπί όπως και το «λούκι» ενώθηκε και με το στηθαίο και με το δάπεδο. Το στηθαίο όμως συστέλλεται και διαστέλλεται κατά το μήκος του προς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή του δαπέδου που η φορά συστολής και διαστολής είναι κάθετη ως προς αυτό. Κατά συνέπεια ασκείται διαρκώς μια τάση αποκόλλησης τόσο του σοβατεπί όσο και του περιθωρίου από τις επιφάνειες συγκόλλησής τους. Το αποτέλεσμα είναι εντέλει η αποκόλλησή τους και πρόκληση ρωγμών μέσα από τις οποίες το νερό μπορεί να εισχωρήσει και μάλιστα να προκαλέσει προβλήματα υδρογέφυρας, παρακάμπτοντας κάποιες φορές τη στεγανωτική στρώση.
2) Οι αρμοί διαστολής στα πλακίδια πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και την τσιμεντοκονία και πρέπει οπωσδήποτε να γίνονται και στην περίμετρο (περίπου στα 30 εκατοστά) και όχι μόνο σε σχήμα σταυρού. Σε κάθε μάλιστα περίπτωση ο αρμός διαστολής δεν μπορεί να έχει μήκος πάνω από 6 μέτρα χωρίς να διασταυρώνεται με άλλον αρμό διαστολής (ανεξάρτητα δηλαδή από τα τετρ. μέτρα του τμήματος που ορίζεται από αρμούς διαστολής).
Αφήνω κατά μέρος το γεγονός πως δεν αφήνεται αρμός διαστολής και στα σοβατεπί ή στο «λούκι», όσα μέτρα μήκους και να έχουν αυτά με αποτέλεσμα να έχουν τάση αποκόλλησής τους από το υπόστρωμα λόγω του αυτονόητου διαφορετικού μέτρου ελαστικότητας που εμφανίζουν ως προς αυτό.
3ο παράδειγμα. Τοποθετούμε πάνω σε ένα δώμα έναν πύργο ψύξεως και άλλα πολλά μηχανήματα σε βάσεις ύψους περίπου 10- 20 εκατοστών.
Εδώ το σφάλμα δε βρίσκεται στην κατανόηση των στρώσεων της μόνωσης. Όλα έχουν γίνει ορθά. Βρίσκεται στην αντίληψη του συστήματος ως ενός συνόλου που κάποια στιγμή από τραυματισμό ή γήρανση, μπορεί να προκύψει η ανάγκη αναστεγανοποίησης του δώματος. Τότε θα διαπιστωθεί πως οι βραχύσωμες βάσεις των μηχανημάτων δεν επιτρέπουν τις εργασίες στεγανοποίησης. Κατά συνέπεια τα μηχανήματα πρέπει να απομονωθούν, να απομακρυνθούν προσωρινά, να ανυψωθούν οι βάσεις τους, να ανατοποθετηθούν και να συνδεθούν εκ νέου. Με τον τρόπο αυτό θα επιτραπεί στο συνεργείο που θα εκτελέσει την υγρομόνωση, να κινηθεί κάτω από το μηχάνημα με σχετική άνεση. Όλη αυτή η εργασία όμως κόστισε στον ιδιοκτήτη ή χρήστη πάρα πολλά χρήματα που θα μπορούσε να τα έχει γλυτώσει.
4ο παράδειγμα: Η αγκύρωση ενός στοιχείου πάνω σε σκυρόδεμα. Το Παράδειγμα αυτό είναι πιο χαρακτηριστικό. Εδώ το σύστημα αποτελείται από τα εξής μέρη: από τη βάση σκυροδέματος και από το αγκύριο. Πρέπει να γνωρίζουμε όλο το ιστορικό του σκυροδέματος (αντοχές, το χρόνο διάστρωσής του, ενανθράκωση ή περιεκτικότητα σε χλωριόντα ή υδρογόνο κλπ), να έχουμε λάβει υπόψη τη μορφολογία της βάσης ώστε τα αγκύρια να μη βρίσκονται κοντά σε ακμές και ο κώνος τάσης των δυνάμεων να μην πέφτει έξω από την ακμή.
Το αγκύριο είναι το δεύτερο μέρος. Επιλέγεται με βάση τόσο τις εφελκυστικές και διατμητικές παραμορφώσεις που θα δεχθεί, όσο και τις παρακάτω παραμέτρους που θα συμβάλουν στην ορθή λειτουργία της αγκύρωσης:
1) την ποιότητα και αντοχή του κοχλία αγκύρωσης ή αγκυρίου.
2) τη σεισμικότητα της περιοχής και τη σχετική κατηγορία στην οποία εντάσσεται η περιοχή (πχ η Ελλάδα κατατάσσεται στην κατηγορία C2.
3) το βάθος αγκύρωσης
4) την απόσταση μεταξύ των αγκυρίων ώστε ο κώνος τάσης ή εφέλκυσης να μη συμπέσει με τμήμα του κώνου τάσης γειτονικών αγκυρίων
5) αν θα επιλεγεί μηχανικό ή χημικό αγκύριο ή αν το τελευταίο θα είναι βραδείας ή ταχείας πήξεως
6) το διαβρωτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα γίνει η αγκύρωση (πχ τούνελ, ή παραθαλάσσιο περιβάλλον, ή απλή αστική ζώνη κλπ). Αυτό σημαίνει ότι θα αλλού θα επιλεγεί ανοξείδωτο αγκύριο αλλού ανοξείδωτο κατηγορίας 4 και αλλού (πχ στα τούνελ) πρέπει να επιλεγεί χάλυβας υψηλής αντοχής σε διάβρωση
7) η επιλογή του κατάλληλου αγκυρίου ως προς το βάθος αγκύρωσης, τα φορτία και τον τασικό κώνο που σε κάθε αγκύριο είναι διαφορετικά
8) ο αριθμός των αγκυρίων και η βάση στήριξης που θα επιλεγεί
κλπ.
Τα παραδείγματα είναι απλοϊκά όπως προαναφέρθηκε και κυρίως από τη μη συστημική προσέγγιση-αρνητικά δηλαδή. Ακόμα πιο σύνθετα θετικά παραδείγματα θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερη αντίληψη της διαφοράς μιας συστηματικής προσέγγισης από τη συνηθισμένη μεθοδολογία του αυτόνομου προβλήματος. Όμως ο περιορισμένος χρόνος και χώρος δεν το επιτρέπει.
4ο παράδειγμα: Η αγκύρωση ενός στοιχείου πάνω σε σκυρόδεμα. Το Παράδειγμα αυτό είναι πιο χαρακτηριστικό. Εδώ το σύστημα αποτελείται από τα εξής μέρη: από τη βάση σκυροδέματος και από το αγκύριο. Πρέπει να γνωρίζουμε όλο το ιστορικό του σκυροδέματος (αντοχές, το χρόνο διάστρωσής του, ενανθράκωση ή περιεκτικότητα σε χλωριόντα ή υδρογόνο κλπ), να έχουμε λάβει υπόψη τη μορφολογία της βάσης ώστε τα αγκύρια να μη βρίσκονται κοντά σε ακμές και ο κώνος τάσης των δυνάμεων να μην πέφτει έξω από την ακμή.
Το αγκύριο είναι το δεύτερο μέρος. Επιλέγεται με βάση τόσο τις εφελκυστικές και διατμητικές παραμορφώσεις που θα δεχθεί, όσο και τις παρακάτω παραμέτρους που θα συμβάλουν στην ορθή λειτουργία της αγκύρωσης:
1) την ποιότητα και αντοχή του κοχλία αγκύρωσης ή αγκυρίου.
2) τη σεισμικότητα της περιοχής και τη σχετική κατηγορία στην οποία εντάσσεται η περιοχή (πχ η Ελλάδα κατατάσσεται στην κατηγορία C2.
3) το βάθος αγκύρωσης
4) την απόσταση μεταξύ των αγκυρίων ώστε ο κώνος τάσης ή εφέλκυσης να μη συμπέσει με τμήμα του κώνου τάσης γειτονικών αγκυρίων
5) αν θα επιλεγεί μηχανικό ή χημικό αγκύριο ή αν το τελευταίο θα είναι βραδείας ή ταχείας πήξεως
6) το διαβρωτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα γίνει η αγκύρωση (πχ τούνελ, ή παραθαλάσσιο περιβάλλον, ή απλή αστική ζώνη κλπ). Αυτό σημαίνει ότι θα αλλού θα επιλεγεί ανοξείδωτο αγκύριο αλλού ανοξείδωτο κατηγορίας 4 και αλλού (πχ στα τούνελ) πρέπει να επιλεγεί χάλυβας υψηλής αντοχής σε διάβρωση
7) η επιλογή του κατάλληλου αγκυρίου ως προς το βάθος αγκύρωσης, τα φορτία και τον τασικό κώνο που σε κάθε αγκύριο είναι διαφορετικά
8) ο αριθμός των αγκυρίων και η βάση στήριξης που θα επιλεγεί
κλπ.
Τα παραδείγματα είναι απλοϊκά όπως προαναφέρθηκε και κυρίως από τη μη συστημική προσέγγιση-αρνητικά δηλαδή. Ακόμα πιο σύνθετα θετικά παραδείγματα θα μπορούσαν να δώσουν καλύτερη αντίληψη της διαφοράς μιας συστηματικής προσέγγισης από τη συνηθισμένη μεθοδολογία του αυτόνομου προβλήματος. Όμως ο περιορισμένος χρόνος και χώρος δεν το επιτρέπει.
Γενικά ένας συστημικός τρόπος αντιμετώπισης ενός ζητήματος είναι η ένταξή του μέσα στο σύστημα το οποίο επηρεάζει ή από το οποίο επηρεάζεται, τόσο άμεσα όσο και σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από την κατανόηση των παραγόντων που επηρεάζουν την ορθή λειτουργία του συστήματος, τα ευπαθή του σημεία, την αλληλενέργεια των στοιχείων που συνθέτουν το σύστημα και τις εξωτερικές παραμέτρους του συστήματος, τον οραματισμό όλων αυτών ως προς το πώς θα λειτουργούν, πρέπει να μπορούμε να οραματιζόμαστε και την πορεία του συστήματος στο χρόνο και τις ανάγκες του μέσα σ’ αυτόν.
Γιώργος Μαυρουλέας
(Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων ή τμήματος αυτών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα)