ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΙΧΙΩΝ ΥΠΟΓΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΤΟΥΣ ΟΨΗ ΜΕ ΤΣΙΜΕΝΤΟΕΙΔΗ ΣΤΕΓΑΝΩΤΙΚΑ ΚΟΝΙΑΜΑΤΑ.


Τα τσιμεντοειδούς βάσεως στεγανωτικά κονιάματα είναι μια γενική ονομασία που περιγράφει τρεις κύριες κατηγορίες αυτών των υλικών. Στις κατηγορίες αυτές τα τσιμεντοειδή στεγανωτικά κονιάματα ταξινομούνται με βάση τις ιδιότητές τους και είναι οι εξής:
i.             Τα συμβατικά τσιμεντοειδούς βάσεως στεγανωτικά κονιάματα (με ή χωρίς την προσθήκη ρητίνης που αυξάνει την πρόσφυσή τους)

ii.           Τα ελαστομερή ή ελαστικά, τα οποία είναι δύο συστατικών (κονία και υγρό ελαστικοποίησης του μίγματος)


iii.         Τα διεισδυτικά τσιμεντοειδή που περιέχουν κρυστάλλους οι οποίοι εισχωρούν βαθιά στο πορώδες του σκυροδέματος μέσω σχηματισμού νέων, μακροκρυσταλλικής δομής,  οι οποίοι σφραγίζουν  ουσιαστικά τους πόρους και δεν επιτρέπουν στα υπόγεια ύδατα να διεισδύσουν.

Για τις δύο πρώτες κατηγορίες είναι αναγκαίο να έχει περάσει ένα ικανό χρονικό διάστημα σκλήρυνσης του σκυροδέματος των τοιχίων πριν την εφαρμογή τους. Το χρονικό αυτό διάστημα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από 15 ημέρες. Οι λόγοι είναι δύο κυρίως:

1)          Να μην παρασύρει οποιαδήποτε ρωγμή συρρίκνωσης των τοιχίων (από την απώλεια όγκου από την αφυδάτωση που επιφέρει η ξήρανση) τη στεγανωτική επαλειπτική στρώση από το τσιμεντοειδές
2)          Να εμποδίσει τη γρήγορη αφυδάτωση του στεγανωτικού υλικού προκαλώντας ρωγμές στο ίδιο το στεγανωτικό υλικό. Αυτό μπορει να συμβεί καθώς το φρέσκο σκυρόδεμα κυριολεκτικά «διψάει» όπως χαρακτηριστικά αναφέρουμε για νερό, οπότε μπορεί να αφαιρέσει, πολύ γρήγορα, μέρος από την υγρασία του στεγανωτικού τσιμεντοειδούς υλικού.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ των τσιμεντοειδούς βάσεως στεγανωτικών υλικών:
α) προσφύονται απόλυτα στην επιφάνεια του σκυροδέματος.Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή υδρογέφυρας από κάποιο άλλο σημείο. (Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν το νερό διεισδύσει μέσα σε αρμό διακοπής εργασιών και κινηθεί για μικρό διάστημα κατά μήκος του.) Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι λοιπόν σε κάθε περίπτωση πως το σημείο που παρουσιάζεται η οποιαδήποτε εισροή νερού στο εσωτερικό των υπογείων τοιχίων, ότι είναι και το σημείο στο οποίο πρέπει να επέμβουμε.
β) Ανταποκρίνονται επαρκώς σε μηχανικές καταπονήσεις και δεν τραυματίζονται το ίδιο εύκολα με τα υπόλοιπα στεγανωτικά υλικά. Κατά  συνέπεια κινδυνεύουν λιγότερο από τραυματισμούς κατά τη διάρκεια της πληρώσεως του σκάμματος (ή «μπαζώματος», όπως περιγράφεται στην καθομιλουμένη αυτή η εργασία).
 Η ισχυρή τους πρόσφυση (ειδικά εκείνων που ανήκουν στην κατηγορία των συμβατικών και των διεισδυτικών τα καθιστά ικανά να στεγανοποιούν, εφαρμοζόμενα ακόμη και από την εσωτερική όψη ενός υπογείου. Δηλαδή ακόμη κι όταν η πίεση των υδάτων είναι αρνητική και τείνει να τα αποκολλήσει.
Όσον αφορά τις μηχανικές τους αντοχές, αυτές είναι τέτοιες, ώστε μόνο μια πολύ ισχυρή κρούση θα μπορούσε να τα τραυματίσει αλλά και πάλι, μόνο τοπικά και περιορισμένα – σημειακά.
Αναγκαίες συνθήκες για την εφαρμογή τσιμεντοειδών στεγανωτικών κονιαμάτων από την εξωτερική πλευρά τοιχίων υπογείου:

i.     Να υπάρχει σκάμμα πλάτους τουλάχιστον ενός μέτρου (απόσταση του τοιχίου από το χώμα) ώστε να μπορούν να εκτελεσθούν οι εργασίες με ευχέρεια.
ii.           Το σκάμμα – όρυγμα πέριξ του τοιχίου πρέπει να είναι σταθερό και να ανοίγει προς τα πάνω, σαν χοάνη. Αυτό είναι απαραίτητο για λόγους ασφαλείας.
Μετά από ισχυρή ή παρατεταμένη βροχή δεν πρέπει να εκτελούνται εργασίες, καθώς υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει το χώμα από τις παρειές του σκάμματος και να κινδυνεύσουν οι εργαζόμενοι.
iii.         Η θερμοκρασία περιβάλλοντος δεν πρέπει να είναι κάτω από 5οC ούτε να κινδυνεύει να πέσει κάτω από αυτούς τους βαθμούς μέσα στο επόμενο 24ωρο.
Η χρήση ηλεκτρικών εργαλείων και ο στενός χώρος επιβάλουν ο πυθμένας
του σκάμματος να είναι καθαρός από νερά και ξύλα με πρόκες για την απο-
φυγή  ατυχήματος.
iv.         Εννοείται πως δεν επιτρέπονται οι εργασίες κάτω από βροχή. Οι λόγοι είναι προφανείς και συνδέονται τόσο με το υλικό, που μπορεί να παρασυρθεί ή να αραιωθεί και να χάσει τη στεγανότητά του, όσο και λόγοι ασφάλειας όπως περιγράφονται στο iii αλλά και  ακόμη και για την αποφυγή   ηλεκτροπληξίας από τα ηλεκτρικά μηχανήματα.
v.           Να είναι καθαρό το όρυγμα από ξύλα με πρόκες ή σκουπίδια, που θα μπορούσαν είτε να πατηθούν από τους εργαζόμενους είτε να μπλεχτούν στα πόδια τους.
vi.         Να μην εκτελούνται εργασίες από άλλα συνεργεία σε επόμενους ορόφους, από τα οποία θα μπορούσε από αμέλεια, να τους πέσουν υλικά ή εργαλεία μέσα στο όρυγμα κατά τη διάρκεια των εργασιών υγρομόνωσης των τοιχίων. Αυτό αποτελεί εξαιρετικό κίνδυνο ασφαλείας για τα συνεργεία μόνωσης.
vii.       Να μην υπάρχουν λιμνάζοντα νερά στη βάση του ορύγματος που εμποδίζουν την ορατότητα των εργαζομένων προς το έδαφος. Κάτι τέτοιο εγκυμονεί κινδύνους για τους εργαζομένους να πατήσουν κάποια πρόκα ή να παραπατήσουν την ώρα που εργάζονται και να τραυματισθούν. Παράλληλα η παρουσία στάσιμων υδάτων εγκυμονεί κίνδυνο ηλεκτροπληξίας καθώς τα ηλεκτρικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται απαιτούν μακριά καλώδια και μπαλαντέζες.
viii.      Σε περίπτωση που υπάρχει υψηλός υδροφόρος ορίζοντας, θα πρέπει να υπάρχει αντλία στο έργο που θα κρατάει χαμηλή τη στάθμη του, ώστε να μπορούν να εκτελεσθούν οι εργασίες.
ix.         Το υπόστρωμα πρέπει να είναι αναγκαστικά από σκυρόδεμα για την τρίτη κατηγορία (των διεισδυτικών υλικών) και σταθερό, για όλες τις άλλες. Με την έννοια σταθερό προσδιορίζουμε ένα μη σαθρό, συνεχές, και ισχυρής δομής υπόστρωμα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι εκτός από σκυρόδεμα, μία οπτοπλινθοδομή, ή τσιμεντοπλινθοδομή ή ακόμη και λιθοδομή. Θα μπορούσε ακόμη και μία πλινθοδομή αλλά επιχρισμένη με ισχυρό οπλισμένο ή μη, επίχρισμα τσιμεντοκονιάματος (προσοχή που να μη περιέχει ασβέστη).
Σειρά εργασιών σε τοιχίο από σκυρόδεμα (από την εξωτερική του όψη):
i.             Καθαρίζουμε το χώρο από σκουπίδια και ξύλα, ειδικά αυτά που έχουν και πρόκες.
ii.           Ελέγχουμε αν υπάρχουν σίδερα τύπου σταλ που εξέχουν. Τα σίδερα τύπου σταλ σε αναμονή σημαίνουν ότι κάποιο τοιχίο ή πλάκα από σκυρόδεμα πρόκειται να κατασκευαστεί στο μέλλον. Επομένως ποτέ δεν κόβουμε αυτά τα σίδερα εκτός και αν μας το ζητήσει ο υπεύθυνος μηχανικός του έργου.
iii.         Ξεκινάμε κόβοντας όλες τις φουρκέτες σε βάθος ≥1,5 cm 
Οι φουρκέτες είναι σιδερένιες κυλινδρικές βέργες με τις οποίες σφίγγουν ή σταθεροποιούν τον ξυλότυπο οι καλουπατζήδες.
Για να επιτευχθεί το κόψιμο σε βάθος, ξεκινάμε με το γωνιακό τροχό (με δίσκο κοπής μαρμάρου) από 4 περίπου εκατοστά πάνω από τη φουρκέτα και κόβουμε υπό γωνία το μπετόν μέχρι να συναντήσουμε τη φουρκέτα (σ’ ένα βάθος 2-3 cm). Μόλις ο τροχός συναντάει το σίδερο αρχίζει να πετάει σπίθες. Δεν είναι απαραίτητο να κοπεί όλη η φουρκέτα. Αφού κόψουμε λίγο πάνω από τη μισή διάμετρό της μπορούμε με το χέρι μας λυγίζοντάς τη δύο τρεις φορές να τη σπάσουμε. Το σπάσιμο θα γίνει στο σημείο εγκοπής. Με τον τρόπο αυτό κερδίζουμε χρόνο, ο οποίος είναι πάντα πολύτιμος σε μια επαγγελματική εφαρμογή. Προσοχή όμως, το κομμένο σίδερο πρέπει να βρίσκεται βαθύτερα από το ενάμιση εκατοστό που προαναφέραμε ως το ελάχιστο βάθος. Κατόπιν με το κομπρεσσεράκι σκάβουμε την οπή ούτως ώστε τα τοιχώματά της να αποκτήσουν όσο γίνεται πιο κάθετη μορφή. Σκοπός μας είναι η ισχυρή πρόσφυση του επισκευαστικού κονιάματος στην οπή που μόλις δημιουργήσαμε.

Σκάψιμο αρμού διακοπής εργασιών. Είναι εξαιρετικής σημα-
σίας για την επιτυχία του έργου, αυτή η προεργασία να γίνει
σωστά.
iv.         Με το ηλεκτρικό κομπρεσσεράκι και με καλέμι που στην άκρη του μοιάζει με Π διευρύνουμε όλους τους αρμούς διακοπής εργασιών. Είναι σημαντικό να μη μας ξεφύγει κανένας αρμός διακοπής εργασιών, καθώς εκεί μπορεί να ρωγμιάσει το στεγανωτικό τσιμεντοειδές υλικό μας. Το βάθος σκαψίματος πρέπει να είναι περίπου στα 2-3 cm.
v.           Με το ηλεκτρικό κομπρεσσεράκι και με καλέμι ίσο πλέον και λίγο πλατύ διευρύνουμε όλες τις φωλεές, τους διαχωρισμούς σκυροδέματος και απομακρύνουμε τα σαθρά. Παράλληλα εξομαλύνουμε τις ακμές, από χαλίκια ή αποτυπώματα από το καλούπι και απομακρύνουμε τα υπολείμματα τσιμέντου (ροές γαλακτώματος τσιμέντου και υπολείμματα σκυροδέματος). Καθαιρούμε επίσης όλες τις εξοχές του σκυροδέματοςΑυτές εμφανίζονται κυρίως στα σημεία που διαγράφονται οι αρθρώσεις από τις τάβλες του ξυλοτύπου. 
Καθαίρεση των εξοχών του σκυροδέματος
ΣΥΜΒΟΥΛΗ: Για την αποφυγή διαχωρισμού του σκυροδέματος η λύση βρίσκεται στο ύψος από το οποίο η «πούμα», δηλαδή το λάστιχο της πρέσας άντλησης, εκχέει το σκυρόδεμα μέσα στο καλούπι του τοιχίου και η καλή δόνηση. Το ύψος αυτό δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 2,5 μέτρων. Παράλληλα η χρήση πρόσμικτου ρευστοποιητή σκυροδέματος βοηθάει τόσο στην αποφυγή φωλεών (σε συνδυασμό πάντα με το δονητή σκυροδέματος) όσο και στο να έχουμε ένα αρκετά στεγανό σκυρόδεμα.
Το βάθος της επέμβασης το προσδιορίζει ο διαχωρισμός του σκυροδέματος.

vi.         Σφραγίζονται οι οπές από τα τρυπόξυλα (αν έχουμε τέτοιες). Τα τρυπόξυλα δε χρησιμοποιούνται πάντα. Όμως πολύ συχνά θα τα συναντήσει κάποιος. [Ουσιαστικά πάνω στα τρυπόξυλα στηρίζει ο καλουπατζής τον ξυλότυπο των τοιχίων.] Η σφράγιση γίνεται είτε α) με τούβλα και επισκευαστικό μη συρρικνούμενο κονίαμα, είτε β) μόνο με επισκευαστικό κονίαμα που δεν συρρικνώνεται.
 Στην πρώτη περίπτωση το τούβλο χτίζεται σε βάθος ≥3-4 cm περίπου μέσα στην οπή, όχι με συνδετικό υλικό από λάσπη ή κοινό τσιμεντοκονίαμα αλλά με το μη συρρικνούμενο επισκευαστικό. Κατόπιν αφού ξηρανθεί, σφραγίζουμε τη λεκάνη των 3-4 cmμε επισκευαστικό μη συρρικνούμενο κονίαμα.
 Στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται περισσότερος χρόνος, καθώς δεν μπορούμε να τοποθετούμε στρώσεις πάχους μεγαλύτερου από αυτό που προσδιορίζει ο παρασκευαστής του επισκευαστικού κονιάματος. Συνήθως το πάχος αυτό δεν πρέπει να είναι ανά στρώση μεγαλύτερο από 4-5 cm και σε κάθε περίπτωση ανάλογα με τις οδηγίες του παρασκευαστή του προϊόντος.

vii.       Ακολουθεί υδροβολή υπερυψηλής πίεσης≥250 bar τόσο για τη διάνοιξη του πορώδους όσο και για την αποκάλυψη νέων φωλεών ή ξύλινων αποστατών (μουρέλα ή τακάκια όπως ονομάζονται) που κάποιες φορές έχουν καλυφθεί από λεπτή επιδερμίδα τσιμέντου και δε φαίνονται.
Τα μουρέλα ή τακάκια είναι από τα πλέον ευπαθή σημεία στην
υγρομόνωση τοιχίων υπογείου.
viii.      Σκάψιμο όλων των μουρέλων σε βάθος 3,5-4 cm. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως το ξύλο όταν διαβρέχεται, διογκώνεται. Επομένως η οποιαδήποτε προσπάθεια σφράγισής του, πρέπει να στοχεύει σε μια αρκετά ισχυρή πρόσφυση αλλά και υγρομόνωσή του.
ix.         Σφράγιση όλων των αρμών διακοπής εργασιών που διανοίχτηκαν, όλων των σημείων όπου υπήρχαν φουρκέτες και τις κόψαμε, όλων των φωλεών στο σκυρόδεμα καθώς και στις οπές από τα μουρέλα, με μη συρρικνούμενο επισκευαστικό κονίαμα.
x.           Ελέγχουμε αν έχουμε ξεχάσει κάποιο σημείο από αυτά που προαναφέραμε, και το επισκευάζουμε αν υπάρχει.
Η κοπή της φουρκέτας πρέπει να γίνεται σε βάθος μεγαλύτερο
από 1,5 εκατοστά. 
xi.         Διαβρέχουμε ξανά την επιφάνεια που πρόκειται να στεγανοποιήσουμε αλλά όχι με υψηλής πίεσης υδροβολή αυτή τη φορά. Στόχος μας είναι, να επιτύχουμε υψηλή αγκύρωση από τη μία του τσιμεντοειδούς στεγανωτικού υλικού μας επάνω στο τοιχίο και να απομακρύνουμε τον κίνδυνο γρήγορης αφυδάτωσής του από την άλλη. Μία γρήγορη ξήρανσή του πιθανότατα θα  οδηγούσε σε ρηγμάτωσή του, όπως προαναφέραμε.
Το γατί συμβαίνει ή πώς συμβαίνει αυτό παραπέμπουμε σε προηγούμενη ανάρτησή μας σχετική με την πρόσφυση και τη διαβροχή υποστρώματος:
xii.       Ελέγχουμε με το χέρι μας αν είναι νοτισμένο το υπόστρωμα κι αν είναι κατάλληλο για την εφαρμογή. Όταν στο χέρι μας αισθανθούμε ότι είναι νοτισμένο το υπόστρωμα αλλά δεν υγραίνεται όταν το αποσύρουμε, τότε είναι κατάλληλο. Αν το χέρι μας υγρανθεί τότε πρέπει να περιμένουμε. Ο λόγος είναι ότι το περίσσιο νερό θα αραιώσει τη στεγανωτική επάλειψη και θα δημιουργήσει μεγάλης διαμέτρου πόρους σ’ αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι θα πάψει να είναι στεγανό.
xiii.     Αναμιγνύουμε το τσιμεντοειδές στεγανωτικό υλικό σύμφωνα με τις προδιαγραφές του παρασκευαστή.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Αυτό το στάδιο είναι από τα πλέον κρίσιμα.  Η ποσότητα του νερού που θα χρησιμοποιηθεί δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την ποσότητα που προτείνει ο παρασκευαστής. Αυτή συνήθως αναγράφεται στη συσκευασία.
Ο τρόπος ανάδευσης γίνεται προσθέτοντας το τσιμεντοειδές υλικό υπό μορφή κονίας στο νερό ή στην ελαστικοποιητική ρητίνη (ή και στο διάλυμα νερού και ρητίνης), με τη χρήση αναδευτήρα χαμηλών στροφών. [Οι γρήγορες στροφές εγκλωβίζουν φυσαλίδες, οι οποίες κατά την εφαρμογή θα παραμείνουν και θα δημιουργήσουν κενά στη συνέχεια της υγρομονωτικής στρώσης.]
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Το νερό πρέπει να είναι καθαρό και δεν πρέπει να είναι υφάλμυρο. Επειδή έχει παρατηρηθεί να χρησιμοποιείται από συνεργεία εφαρμογής ακόμη και νερό που έχει λιμνάσει  στον πυθμένα του σκάμματος (λασπόνερο δηλαδή) η επισήμανση αυτή πρέπει να ληφθεί ως άξια προσοχής.
Η ανάδευση απαιτείται να γίνει για τόσο χρονικό διάστημα ώστε να έχουμε έναν ομογενοποιημένο χυλό, χωρίς αδιάλυτα συσσωματώματα τσιμεντοειδούς υλικού.
Μετά την ανάδευση το μίγμα πρέπει να παραμείνει για περίπου 5 λεπτά σε ηρεμία, προκειμένου και να ομογενοποιηθεί το υλικό ή και να εκτονωθούν εγκλωβισμένες φυσαλίδες.

xiv.    Η εφαρμογή του μίγματος γίνεται είτε με πλαστική βούρτσα είτε με βούρτσα χόρτου είτε με ψεκασμό.
Η εφαρμογή της πρώτης στρώσης πρέπει να γίνεται με οριζόντια φορά (παράλληλη με το έδαφος) και της δεύτερης σταυρωτά, δηλαδή κάθετα προς το έδαφος. Με τον τρόπο αυτό Διασφαλίζεται το πάχος του στεγανωτικού υλικού που απαιτείται αλλά και η πλήρης, δίχως κενά, κάλυψη των τοιχίων από τη στεγανωτική στρώση.
ΠΡΟΣΟΧΗ:Πρέπει να αναδεύουμε τόσο υλικό, όσο μπορούμε να εφαρμόσουμε μέσα στο χρόνο που μεσολαβεί για την πήξη του. Δεν επιτρέπεται  ανανέωση του opentime του υλικού με την προσθήκη νερού και την εκ νέου ανάδευσή του. Αυτό προκαλεί αραίωση του υλικού και εντέλει οδηγεί σε χαλαρή πρόσφυση αλλά και αύξηση του πορώδους του υλικού μας, με αποτέλεσμα τη μη στεγανότητά του. Αν όμως αναδεύσουμε μικρότερες ποσότητες από εκείνες της συσκευασίας, θα πρέπει να ζυγίσουμε την κονία και να αναδεύσουμε σε ακριβή αντιστοιχία με την αναλογία νερού ή ρητίνης προς κονία που προτείνει ο παρασκευαστής.
Ακόμη και η λύση της ανάδευσης (χωρίς τη χρήση νερού) προκειμένου να ανακτήσει την εργασιμότητά του το τσιμεντοειδές μίγμα, δεν είναι τελείως αβλαβής καθώς καταστρέφει μικρό μέρος από τους κρυστάλλους που το στερεοποιούν. Ως αποτέλεσμα είναι η μικρή υποβάθμιση των τελικών προδιαγραφών του στεγανωτικού υλικού, σε σχέση με τις αναμενόμενες. Εκείνες δηλαδή στις οποίες θα ανταποκρινόταν, αν είχε εκτελεσθεί σωστά η εργασία, καθώς ένα μικρό ποσοστό από τα μόρια του τσιμέντου έχει ήδη αδρανοποιηθεί χημικά.
xv.       Αν ο εσωτερικός χώρος του υπογείου είναι κατοικήσιμος, η θερμομόνωση των τοιχίων κρίνεται αναγκαία. Σ’ αυτή την περίπτωση προτείνουμε την επικόλληση με ειδική κόλλα (ή κοινή κόλλα πλακιδίων που να είναι όμως θιξοτροπική) είτε εξηλασμένης πολυστερίνης, είτε διογκωμένης πολυστερίνης βαρέως τύπου (k ≥ 28 kgr/m³), οι οποίες θερμομονωτικές πλάκες θα πρέπει να έχουν τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις των θερμομονωτικών πλακών ξυλοτύπου.
Συστήνουμε οι ραβδώσεις να τοποθετούνται κάθετα προς το έδαφος ώστε να διευκολύνουν τη ροή του νερού προς τα κάτω.
Η επικόλληση πρέπει να γίνεται σημειακά και όχι σ’ ολόκληρη την επιφάνεια των πλακών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η κατακρήμνιση των υδάτων και ο μη εγκλωβισμός τους σε θύλακες που θα προκαλούν μόνιμη καταπόνηση στη στεγανωτική στρώση. [Στον πυθμένα του σκάμματος περιμετρικά του κτιρίου θα υπάρχει σωλήνας αποστράγγισης που θα τα συλλέγει και θα τα παροχετεύει. Ο σωλήνας αποστράγγισης ή αλλιώς και «ντρενάζ» θα εξετασθεί σε μελλοντική ανάρτηση ως ξεχωριστό προς επεξεργασία θέμα].

xvi.     Κάλυψη της θερμομονωτικής στρώσης με διηθητικό φύλλο (γεωύφασμα) για την αποφυγή της σταδιακής πλήρωσης του κενού ανάμεσα στα θερμομονωτικά φύλλα και τα τοιχία, με χώμα και λάσπη.
Το φύλλο πρέπει να κρεμάται από μεταλλική επαρκώς στερεωμένο γαλβανισμένο μεταλλικό προφίλ –«λάμα»- σε ύψος μεγαλύτερο της στεγανωτικής στρώσης και τουλάχιστον 15 cm από την τελική επιφάνεια του εδάφους. [Ο ιδανικός συνδυασμός βρίσκεται στην τοποθέτηση εξωτερικού συστήματος θερμομόνωσης, για την κάλυψη του εξέχοντος από το έδαφος κελύφους του κτιρίου και συγκεκριμένα, στους περιμετρικούς εξωτερικούς τοίχους του.]
Αντί για την τοποθέτηση του γεωυφάσματος τοποθετείται συχνά αποστραγγιστική μεμβράνη από φύλλο πολυαιθυλενίου. Η αποστραγγιστική μεμβράνη ή drain ή «αυγουλιέρα», όπως αποκαλείται συχνά λόγω πυκνών εσοχών και εξοχών που φέρει και ομοιάζουν μ’ αυτήν, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό ή ακόμη καλύτερα, με ενσωματωμένο γεωύφασμα. Προστατεύει ικανοποιητικά τη στεγανωτική στρώση από ενδεχόμενους τραυματισμούς κατά τη διάρκεια της πλήρωσης του ορύγματος («μπάζωμα»).

Γιώργος Μαυρουλέας

Πρόεδρος  της Ecobuilders AE – MONOSCIENCE

Τηλ. Επικοινωνίας: 210 6085528  
 (Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων ή τμήματος αυτών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα)